ΠΕΡΣΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ






Οι Ελληνο-Περσικοί Πόλεμοι (γνωστοί επίσης ως Περσικοί Πόλεμοι, ή Μηδικά) αποτελούν σύνολο πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ της Περσικής Αυτοκρατορίας και των πόλεων της κλασσικής Ελλάδας που άρχισαν το 499 π.χ και διήρκεσαν μέχρι το 449 π.Χ. Η σύγκρουση μεταξύ του άτακτου πολιτικού κόσμου των Ελλήνων και της τεράστιας αυτοκρατορίας των Περσών άρχισε όταν ο Κύρος ο Μέγας κατέλαβε την Ιωνία το 547 π.Χ. Πασχίζοντας να αποτραπεί η ιδέα της ανεξαρτησίας στις πόλεις της Ιωνίας, οι Πέρσες διόρισαν για διοικητές των πόλεων τυράννους. Αυτό θα αποδειχθεί ως πηγή πολλών προβλημάτων για τους Έλληνες και τους Πέρσες.
Το 499 π.Χ, ο τότε-τύραννος της Μιλήτου, Αρισταγόρας, οργάνωσε μια επιχείρηση για να καταλάβει τη Νάξο, με την υποστήριξη των Περσών. Ωστόσο, η επιχείρηση έληξε με αποτυχία, και καταλαβαίνοντας ότι θα έχανε τη θέση του, ο Αρισταγόρας οδήγησε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο της Μικράς Ασίας σε εξέγερση κατά των Περσών. Αυτή ήταν η αρχή της Ιωνικής Επανάστασης, η οποία διήρκησε έως το 493 π.Χ, καθώς συμμετείχαν και άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας. Ο Αρισταγόρας εξασφάλισε την στρατιωτική υποστήριξη της Αθήνας και της Ερέτριας, και το 498 π.Χ, αυτή η δύναμη κατέλαβε και έκαψε την περσική τοπική πρωτεύουσα των Σάρδεων. Ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος Α' ορκίστηκε να εκδικηθεί την Αθήνα και την Ερέτρια για αυτή τη κίνηση. Η επανάσταση συνεχίστηκε, με τις δύο πλευρές να βρίσκονται σε αδιέξοδο από το 497-495 π.Χ. Το 494 π.Χ, ο περσικός στρατός ανασυντάχθηκε, και επιτέθηκε στο επίκεντρο της εξέγερσης, τη Μίλητο. Στη ναυμαχία της Λάδης, οι Ίωνες δέχθηκαν αποφασιστική ήττα, και η εξέγερση κατέρρευσε, με τις τελευταίες μάχες να διεξάγονται τον επόμενο χρόνο.
Προσπαθώντας να εξασφαλίσει την προστασία της αυτοκρατορίας του από άλλες εξεγέρσεις, και από την παρέμβαση της ηπειρωτικής Ελλάδας, ο Δαρείος άρχισε να σχεδιάζει την κατάληψη της Ελλάδας, καθώς και την τιμωρία της Αθήνας και της Ερέτριας για την καταστροφή των Σάρδεων. Η πρώτη περσική εισβολή στην Ελλάδα άρχισε το 492 π.Χ, με τον Πέρση στρατηγό Μαρδόνιο να κατακτά τη Θράκη και τη Μακεδονία πριν πολλές ατυχίες βάλουν ένα πρόωρο τέλος στην εκστρατεία. Το 490 π.Χ, μια δεύτερη δύναμη στάλθηκε στην Ελλάδα, αυτή τη φορά δια μέσου του Αιγαίου, υπό τη διοίκηση του Δάτη και του Αρταφέρνη. Οι Πέρσες κατέλαβαν τις Κυκλάδες, πριν πολιορκήσουν, κατακτήσουν και καταστρέψουν την Ερέτρια. Ωστόσο, καθ' οδόν για την Αθήνα, οι Πέρσες δέχθηκαν αποφασιστική ήττα από τους Αθηναίους στη μάχη του Μαραθώνα, ολοκληρώνοντας τις περσικές προσπάθειες για αυτή την περίοδο. Ο Δαρείος τότε ξεκίνησε να σχεδιάζει την ολοκληρωτική κατάληψη της Ελλάδας, αλλά πέθανε το 486 π.Χ, και η ευθύνη για την κατάληψη της Ελλάδας πέρασε στον γιό του, Ξέρξη Α'. Το 480 π.Χ, ο Ξέρξης προσωπικά οδήγησε τη δεύτερη περσική εισβολή στην Ελλάδα, με τον μεγαλύτερο αρχαίο στρατό που είδε ο κόσμος. Η νίκη των Περσών στη μάχη των Θερμοπυλών κατά των Συμμάχων (με αρχηγούς την Αθήνα και τη Σπάρτη) επέτρεψε στους Πέρσες να καταλάβουν το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας. Ωστόσο, καθώς προσπαθούσαν να καταστρέψουν τον συμμαχικό στόχο, οι Πέρσες ηττήθηκαν στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Τον επόμενο χρόνο, οι Σύμμαχοι επιτέθηκαν, νικώντας τους Πέρσες στη μάχη των Πλαταιών, και ολοκληρώνοντας τη περσική εισβολή στην Ελλάδα.
Οι Σύμμαχοι κατέστρεψαν τον περσικό στόλο στη μάχη της Μυκάλης, πριν εκδιώξουν τις περσικές φρουρές από τη Σηστό (479 π.Χ) και το Βυζάντιο (478 π.Χ). Οι κινήσεις του στρατηγού Παυσανία στην πολιορκία του Βυζαντίου αποξένωσαν τις περισσότερες ελληνικές πόλεις από τους Σπαρτιάτες, και μια αντι-περσική συμμαχία δημιουργήθηκε γύρω από την αθηναϊκή κυριαρχία, γνωστή ως Δηλιακή Συμμαχία. Η Δηλιακή Συμμαχία συνέχισε τον πόλεμο κατά της Περσίας για τις επόμενες 3 δεκαετίες, αρχίζοντας με την εκδίωξη των Περσών από την Ευρώπη. Στη μάχη του Ευρυμέδοντα το 466 π.Χ, η Συμμαχία πέτυχε διπλή νίκη, η οποία τελικά εξασφάλισε την ελευθερία των πόλεων της Ιωνίας. Ωστόσο, η συμμετοχή της Συμμαχίας σε μια αιγυπτιακή επανάσταση (460-454 π.Χ) είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφική ήττα, και οι περαιτέρω εκστρατείες αναστάλθηκαν. Ένας στόλος στάλθηκε στην Κύπρο το 451 π.Χ, αλλά δεν πέτυχε πολλά, και όταν υποχώρησε, οι Έλληνο-Περσικοί Πόλεμοι άρχισαν να κατευθύνονται σε ένα τέλος. Μερικές ιστορικές πηγές θεωρούν ότι το τέλος των πολέμων έφερε η συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Αθήνας και της Περσίας, γνωστή ως Ειρήνη του Καλλία.

Ο Ηρόδοτος, η κύρια πηγή 
των συγκρούσεων
  ΠΗΓΕΣ

 Την κύρια πηγή για τους Ελληνο-Περσικούς Πολέμους αποτελεί ο Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος. Ο Ηρόδοτος, ο οποίος είναι γνωστός ως «ο Πατέρας της Ιστορίας», γεννήθηκε το 484 π.Χ. στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας (τότε ήταν υπό περσική κατοχή). Έγραψε τις Ιστορίες γύρω στα 440-430 π.Χ, προσπαθώντας να ανακαλύψει τις πραγματικές αιτίες των Ελληνο-Περσικών Πολέμων, οι οποίοι τελείωσαν το 450 π.Χ. Η προσέγγιση του Ηροδότου ήταν εντελώς νέα και τουλάχιστον στη δυτική κοινωνία, αυτός φαίνεται να έχει εφεύρει την «ιστορία» που ξέρουμε. Όπως έγραψε ο Χόλλαντ (αγγ. Holland): «Για πρώτη φορά, ένας ιστορικός αποφάσισε να ανακαλύψει τα αίτια ενός πολέμου, ο οποίος είχε λήξει πρόσφατα, έτσι ώστε να μην αποτελεί μύθο, χωρίς να περιγράφει επιθυμίες θεών,ή την ισχυρή δύναμη των πολιτών, αλλά να καταγράφει εξηγήσεις, τις οποίες θα μπορούσαμε να ελέγξουμε προσωπικά»

Μερικοί αρχαίοι ιστορικοί, με πρώτο τον Θουκυδίδη, άρχισαν να επικρίνουν την αφήγηση του Ηροδότου.Παρόλο αυτά, ο Θουκυδίδης αποφάσισε να ξεκινήσει τη δική του Ιστορία, στο σημείο όπου ο Ηρόδοτος σταμάτησε (στην πολιορκία της Σηστού), αλλά τα παράτησε λέγοντας πώς η ιστορία του Ηροδότου ήταν ακριβής και δεν χρειαζόταν επαναγραφή ή διόρθωση. Ο Πλούταρχος επικρίνει τον Ηρόδοτο στο βιβλίο του Περί της Ηροδότου κακοηθείας περιγράφοντάς τον ως «φιλοβάρβαρο», γιατί δεν ήταν υποστηρικτής των Ελλήνων. Αυτό το γεγονός υποδηλώνει την αξιοπιστία της εξιστόρησης του Ηροδότου. Στην Ευρώπη της Αναγέννησης, διαδόθηκε αρνητική άποψη για τον Ηρόδοτο, αν και οι άνθρωποι συνέχιζαν να διαβάζουν τα έργα του. Αλλά, μέχρι τον 19ο αιώνα μ.Χ., η φήμη του αποκαταστάθηκε μετά από αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία επιβεβαίωσαν τα γραφόμενα του Ηροδότου. Σήμερα, σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς, η δουλειά του στην Ιστορία θεωρείται αξιόπιστη, αλλά μερικά σημεία (όπως οι αριθμοί νεκρών και ημερομηνίες γεγονότων) πρέπει να αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό.


Θουκυδίδης
Δυστυχώς, η στρατιωτική ιστορία της Ελλάδας από το τέλος της δεύτερης περσικής εισβολής στην Ελλάδα μέχρι τον Πελοποννησιακό Πόλεμο(479-431 π.Χ) περιγράφεται ελάχιστα από τις αρχαίες πηγές. Αυτή η περίοδος, μερικές φορές αναφερόμενη και ως πεντηκονταετία από τους αρχαίους μελετητές, ήταν μια περίοδος ειρήνης και ευημερίας στην Ελλάδα. Η πλουσιότερη πηγή της περιόδου, και η πιο σύγχρονη, είναι η Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου του Θουκυδίδη, η οποία γενικά θεωρείται από τους σύγχρονους ιστορικούς ως αξιόπιστη πρωτογενής πηγή. Ο Θουκυδίδης αναφέρει αυτή την περίοδο σε μια παρέκβαση σχετικά με την ανάπτυξη της αθηναϊκής δύναμης στη πορεία προς τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, η αναφορά είναι σύντομη και πιθανόν στερείται ημερομηνιών. Παρόλ' αυτά, η ιστορία του Θουκυδίδη χρησιμοποιείται από τους ιστορικούς για να καταρτίσουν ένα χρονολογικό σκελετό για την περίοδο, σχετικά με όσα υποβάλλονται από τα αρχαιολογικά αρχεία και άλλους συγγραφείς που παραθέτουν.

Περισσότερες πληροφορίες για αυτή την περίοδο καταγράφει ο Πλούταρχος, στο έργο του Βίοι Παράλληλοι για τον Αριστείδη και για τον Κίμωνα. Ο Πλούταρχος έγραψε 600 χρόνια μετά τη διεξαγωγή των γεγονότων, και θεωρείται δευτερογενής πηγή, αλλά αναφέρει ρητώς τις πηγές του, οι οποίες μας επιτρέπουν να ελέγξουμε τα γραφόμενα. Στις βιογραφίες του, αντλεί πληροφορίες από αρχαίες πηγές οι οποίες δεν έχουν διασωθεί, και συχνά καταγράφονται πληροφορίες, οι οποίες παραλείφθηκαν από την ιστορία του Θουκυδίδη και του Ηροδότου. Η τελευταία σημαντική πηγή για την περίοδο είναι η παγκόσμια ιστορία (Ιστορική Βιβλιοθήκη) του ιστορικού του 1ου αιώνα π.Χ, Διόδωρου Σικελιώτη. Κύρια πηγή του Διόδωρου γι' αυτή την περίοδο φαίνεται να είναι ο Έλληνας ιστορικός Έφορος, ο οποίος επίσης έγραψε παγκόσμια ιστορία. Ο Διόδωρος είναι επίσης δευτερογενής πηγή, η οποία πολλές φορές χλευάστηκε από τους σύγχρονους ιστορικούς για το ύφος και τις ανακρίβειες της, αλλά διατηρεί πολλά στοιχεία της αρχαίας περιόδου που δεν βρίσκονται πουθενά αλλού.


Η Περσική Αυτοκρατορία το 490 π.Χ
Περαιτέρω διάσπαρτες περιγραφές μπορούν να βρεθούν στην Περιγραφή της Ελλάδας του Παυσανία, ενώ στο βυζαντινό λεξικό του Σούδα (10ος αιώνας μ.Χ) παρουσιάζονται μερικά ανέκδοτα που δεν βρίσκονται πουθενά αλλού. Μικρότερες, σε σημασία, πηγές για αυτή τη περίοδο αποτελούν τα έργα του Πομπήιου Τρόγου (επιτομήθηκε από τον Τζουστίνιους), του Κορνήλιου Νέπου και του Κτησία της Κνίδου (επιτομήθηκε από τον Φώτιο), που δεν είναι στην αρχική κειμενική μορφή τους. Αυτά τα έργα δεν θεωρούνται ιδιαίτερα αξιόπιστα (ειδικά ο Κτησίας), και δεν είναι χρήσιμα για την ανακατασκευή της ιστορίας αυτής της περιόδου.

              ΠΡΟΣΤΟΡΙΑ  

Οι Έλληνες της κλασσικής περιόδου πίστευαν ότι, στη γεωμετρική εποχή που ακολούθησε την κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού, σημαντικοί αριθμοί Ελλήνων μετακόμισαν και εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία. Οι σύγχρονοι ιστορικοί δέχονται αυτή τη μετακόμιση ως ιστορικό γεγονός (αλλά σίγουρα διαφορετικό από τον μεταγενέστερο αποικισμό της Μεσογείου από τους Έλληνες), αλλά υπάρχουν κάποιοι που πιστεύουν ότι ο ιωνικός αποικισμός δεν μπορεί να εξηγηθεί τόσο απλά όσο ισχυρίζονται οι κλασσικοί Έλληνες. Εκεί δημιουργήθηκαν 3 φυλές: οι Αιολείς, οι Δωριείς και οι Ίωνες. Οι Ιώνες εγκαταστάθηκαν στις ακτές της Λυδίας και της Καρίας, όπου βρίσκονταν 12 πόλεις, οι οποίες συγκρότησαν την Ιωνία. Οι πόλεις αυτές ήταν η Μίλητος, η Μυούς και η Πριήνη στην Καρία - ηΈφεσος, η Κολοφώνα, η Λέβεδος, η Τέω, οι Κλαζομενές, η Φώκαια και η Ερυθραία στη Λυδία - και τα νησιά Σάμος και Χίος. Αν και οι πόλεις της Ιωνίας ήταν ανεξάρτητες, είχαν την ίδια αγορά και ναό, το Πανιώνιον. Είχαν δημιουργήσει μια πολιτιστική ένωση στην οποία δεν γίνονταν δεκτές άλλες πόλεις, ή ακόμα και άλλοι Ίωνες.
Οι πόλεις της Ιωνίας έμειναν ανεξάρτητες μέχρι να κατακτηθούν από τους Λυδούς της δυτικής Μικράς Ασίας. Ο Λυδός βασιλιάς Αλυάττης Β' επιτέθηκε στη Μίλητο, μια σύγκρουση η οποία έληξε με συμφωνία συμμαχίας μεταξύ Μιλήτου και Λυδίας, η οποία σήμαινε ότι η Μίλητος θα είχε εσωτερική αυτονομία αλλά θα ακολουθούσε τη Λυδία σε εξωτερικές εκστρατείες. Εκείνη τη περίοδο, οι Λυδοί ήταν επίσης σε σύγκρουση με τους Μήδους, και οι Μιλήσιοι έστειλαν ένα στρατό για να βοηθήσουν τους Λυδούς. Τελικά επιτεύχθηκε μια ειρηνική διευθέτηση μεταξύ των Μήδων και των Λυδών, με τον Άλυ Ποταμό ως σύνορο των δύο βασιλείων. Ο γνωστός Λυδός βασιλιάς Κροίσος διαδέχθηκε τον πατέρα του Αλυάττη περίπου το 560 π.Χ και έβαλε τις βάσεις για να καταλάβει τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας.
Ο Πέρσης πρίγκιπας Κύρος οδήγησε μια εξέγερση κατά του τελευταίου Μήδου βασιλιά Αρτυάγη το 553 π.Χ. Παρά το γεγονός ότι οι Πέρσες δεν αποτελούσαν, ως εκείνο το σημείο, σημαντικό μέρος της αυτοκρατορίας των Μήδων, ο Κύρος ήταν εγγονός του Αστυάγη και είχε επιπλέον την υποστήριξη της αριστοκρατίας των Μήδων. Το 550 π.Χ, η εξέγερση έληξε, και ο Κύρος είχε αναδειχθεί νικητής, ιδρύοντας την Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών  στη θέση του βασιλείου των Μήδων. Ο Κροίσος είδε την αναστάτωση στην αυτοκρατορία των Μήδων και την Περσία ως μια ευκαιρία να επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής του και ρώτησε τη Πυθία πόσο είναι σκόπιμο να επιτεθεί. Η Πυθία απάντησε ότι «αν ο Κροίσος επρόκειτο να διέλθει τον Άλυ Ποταμό θα καταστρέψει μια μεγάλη αυτοκρατορία». Τυφλός στην αμφισημία της προφητείας, ο Κροίσος επιτέθηκε στους Πέρσες, αλλά ηττήθηκε και η Λυδία έπεσε στον Κύρο.
Καθώς πολεμούσε τους Λυδούς, ο Κύρος έστειλε αγγελιοφόρους στους Ίωνες ζητώντας τους να επαναστατήσουν κατά των Λυδών, αλλά οι Ίωνες αρνήθηκαν. Όταν ο Κύρος κατέλαβε τη Λυδία, οι Ίωνες προσφέρθηκαν να γίνουν υποτελείς του με τους ίδιους όρους, όπως με τον Κροίσο. Ο Κύριος αρνήθηκε, αντιλέγοντας πως προηγουμένως οι Ίωνες αρνήθηκαν να τον βοηθήσουν. Οι Ίωνες άρχισαν να ετοιμάζουν την άμυνά τους, και ο Κύρος έστειλε τον Μήδο στρατηγό Άπαργο για να καταλάβει την Ιωνία. Πρώτα επιτέθηκε στη Φώκαια - οι Φωκιείς αποφάσισαν να αφήσουν την πόλη τους και να πλεύσουν στη Σικελία, παρά να γίνουν υπόδουλοι των Περσών. Όταν η Τέως δέχθηκε επίθεση, οι κάτοικοι της πόλης αποφάσισαν να μεταναστεύσουν σε άλλη περιοχή, αλλά οι υπόλοιποι Ίωνες παρέμειναν και κατακτήθηκαν.
Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά την κατάληψη της Ιωνίας, οι Πέρσες με δυσκολία κυβερνούσαν τους Ίωνες. Σε άλλα σημεία της αυτοκρατορίας του, ο Κύρος ήταν σε θέση να πείσει τις αριστοκρατικές ομάδες να τον βοηθήσουν να κυβερνά τις νέες κτήσεις του - όπως το ιερατείο της Ιουδαίας. Δεν υπήρχαν πολλές αριστοκρατικές ομάδες στις ελληνικής πόλεις αυτή την εποχή - αν υπήρχαν ήταν χωρισμένες σε αντιμαχόμενες παρατάξεις. Οι Πέρσες διόρισαν έναν τύραννο, αν και αυτό τους ενέπλεξε στις εσωτερικές διαμάχες των Ιώνων. Επιπλέον, ένας τύραννος μπορεί να ανέπτυσσε ανεξάρτητη δράση, και τότε έπρεπε να αντικατασταθεί. Οι τύραννοι είχαν να αντιμετωπίσουν αρκετές δυσκολίες - έπρεπε να εκτρέψουν το μίσος των συμπολιτών, καθώς βρίσκονταν υπό την κυριαρχία των Περσών. Οι ελληνικές πόλεις-κράτη είχαν και στο παρελθόν, ως κυβερνήτες, τυράννους, αλλά ήταν μια ξεπερασμένη μορφή διακυβέρνησης. Επιπλέον, οι παλιοί τύραννοι έπρεπε να ήταν δυνατοί και ικανοί αρχηγοί, ενώ οι ηγέτες που διοριζόταν από τους Πέρσες ήταν απλώς διορισμένα φερέφωνα. Αφού είχαν την υποστήριξη του περσικού στρατού, οι τύραννοι δεν χρειάζονταν την υποστήριξη του πληθυσμού. Την παραμονή των Ελληνο-Περσικών Πολέμων, είναι πιθανό ότι ο πληθυσμός της Ιωνίας (και γενικά της Ελληνικής Μικράς Ασίας) άρχισε να δυσαρεστείται, και ήταν έτοιμοι για εξέγερση. Πρέπει να αναφερθεί ότι η Ιωνία δεν φαίνεται να επαναστάτησε σε περίοδο εμφυλίου πολέμου μεταξύ των βασιλείων του Κύρου και του Δαρείου, σε αντίθεση με πολλές περιοχές της αυτοκρατορίας (όπως το Μπίστουν), και συνεπώς είναι δυνατόν ότι οι Έλληνες δεν ήταν δυσαρεστημένοι με τη περσική κυριαρχία, όπως θεωρούν μερικοί ιστορικοί.

ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΕΣΟΓΕΙΟ


Στους Ελληνο-Περσικούς Πολέμους και οι δύο πλευρές έκαναν χρήση στρατευμάτων θωρακισμένων με δόρατα και τόξα, οι ελληνικοί στρατοί έδιναν έμφαση στο βαρύ πεζικό, ενώ οι περσικοί στρατοί πολεμούσαν με πιο ελαφρύ πεζικό.

ΠΕΡΣΙΑ

Το περσικό πεζικό που χρησιμοποιήθηκε στην εκστρατεία αποτελείτο από στρατεύματα από όλη την αυτοκρατορία. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, εκεί υπήρχε γενική συμμόρφωση για τον τύπο θωρακισμού και για το ύφος πολέμου. Τα στρατεύματα ήταν, σε γενικές γραμμές, οπλισμένα με ένα τόξο, μια «μικρή λόγχη», ένα σπαθί, μια ασπίδα από λυγαριά και δερμάτινη ζακέτα, αν και μόνο άτομα ψηλού αναστήματος φορούσαν την μεταλλική πανοπλία. Το ύφος της πάλης που χρησιμοποιήθηκε από τους Πέρσες ήταν πιθανώς να βρίσκονται μακρυά από τον εχθρό, χρησιμοποιώντας τα τόξα τους για να φθείρουν τον αντίπαλο πριν τον διαλύσουν με χαριστικές βολές, χάρη στα δόρατα και τα σπαθιά. Η πρώτη τάξη των σχηματισμών του περσικού πεζικού, οι σπαραμπάρα, δεν είχαν τόξα, έχοντας μεγαλύτερες ασπίδες από λυγαριά και, μερικές φορές, δόρατα. Ο ρόλος τους ήταν να προστατεύουν τις πίσω τάξεις του σχηματισμού. Το περσικό ιππικό ίσως πολεμούσε ως ελαφρύ ιππικό.


ΕΛΛΑΔΑ

Αναχώρηση Αθηναίου οπλίτη για τον πόλεμο
  Το ελληνικό ύφος πολέμου είχε διαμορφωθεί κατά τη διάρκεια των αιώνων, γύρω από τους οπλίτες. Είχε περιστραφεί γύρω από τους οπλίτες, μέλη της μεσαίας τάξης (στην Αθήνα τους ονόμαζαν ζευγίτες) οι οποίοι μπορούσαν να αγοράσουν την απαραίτητη πανοπλία. Ο οπλίτης ήταν, με τα δεδομένα της εποχής, βαριά θωρακισμένος, με ένα θώρακα (αρχικά χάλκινο, αλλά ίσως σε αυτό το στάδιο με πιο ευέλικτη δερμάτινη έκδοση), περικνημίδες, κράνος, και μια μεγάλη κυκλική ασπίδα (η ασπίς). Οι οπλίτες ήταν θωρακισμένοι με ένα μεγάλο δόρυ, το οποίο ήταν μεγαλύτερο από τα περσικά δόρατα, και ένα ξίφος. Ο βαρύς θώρακας και τα μεγάλα δόρατα των οπλιτών τους έκαναν άριστα σώματα στη καταπολέμηση χέρι-με-χέρι και τους έδινε σημαντική προστασία κατά των ακροβολιστών. Οι, ελαφρά οπλισμένοι, ακροβολιστές, οι ψιλοί επίσης αποτελούσαν ένα μέρος των ελληνικών στρατών, των οποίων η σημασία αυξήθηκε κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων - στη μάχη των Πλαταιών, για παράδειγμα, ίσως αποτελούσαν τον μισό ελληνικό στρατό. Η χρήση του ιππικού στους ελληνικούς στρατούς δεν αναφέρεται στις μάχες των Ελληνο-Περσικών Πολέμων.

ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ

Στην αρχή των συγκρούσεων, όλες οι ναυτικές δυνάμεις στην ανατολική Μεσόγειο είχαν στραφεί στις τριήρεις, ένα πολεμικό πλοία με 3 σειρές κουπιών. Η πιο κοινή θαλάσσια τακτική αυτή τη περίοδο ήταν ο εμβολισμός (οι τριήρεις ήταν εξοπλισμένες με ένα κριάρι στα τόξα), ή η επιβίβαση πεζοναυτών. Οι έμπειρες ναυτικές δυνάμεις είχαν επίσης ξεκινήσει αυτή τη περίοδο να χρησιμοποιούν ένα ελιγμό γνωστός ως διέκπλος. Δεν είναι απόλυτα σαφές τι ήταν, αλλά ίσως έπλεαν μεταξύ του κενού των εχθρικών πλοίων και μετά τα βύθιζαν.
Ο περσικός στόλος συμπεριλάμβανε τους Φοίνικες, τους Αιγύπτιους, τους Κιλίκιους και τους Κύπριους. Άλλες παράκτιες περιοχές της Περσικής Αυτοκρατορίας θα συνεισφέρουν δίνοντας πλοία κατά τη διάρκεια των πολέμων.

ΙΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ  (499-493 π.Χ.)

Η Ιωνική Επανάσταση, καθώς και οι σχετικές εξεγέρσεις στην Αιολίδα, στη Δωρίδα, στην Κύπρο και στην Καρία, ήταν στρατιωτικές εξεγέρσεις των περιοχών της Μικράς Ασίας κατά της περσικής κυριαρχίας, η οποία διήρκησε από το 499 π.Χ μέχρι το 493 π.Χ. Στο επίκεντρο της επανάστασης ήταν η δυσαρέσκεια των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας κατά των τυράννων, τους οποίους διόριζαν οι Πέρσες ως κυβερνήτες των πόλεων, και οι επιμέρους δραστηριότητες των δύο Μιλήσιων τυράννων, Ιστιαίου και Αρισταγόρα. Το 499 π.Χ ο τότε τύραννος της Μιλήτου, Αρισταγόρας, μαζί με τον Πέρση σατράπη Αρταφέρνη, προσπάθησε να καταλάβει τη Νάξο, για να ενισχύσει τη θέση του (και οικονομικά και όσον αφορά το γόητρο).Η αποστολή απέτυχε, και επειδή δεν ήθελε να χάσει τη θέση του, ο Αρισταγόρας προτίμησε να πείσει τους Ίωνες να επαναστατήσουν κατά του Πέρση βασιλιά, Δαρείου του Μεγάλου.
Το 498 π.Χ, με την υποστήριξη των Αθηναίων και των Ερετριών, οι Ίωνες βάδισαν προς τις Σάρδεις και κατέλαβαν την πόλη. Ωστόσο, στον δρόμο της επιστροφής, ηττήθηκαν από τους Πέρσες στη μάχη της Εφέσου. Αυτή η εκστρατεία ήταν η μόνη επιθετική ενέργεια από τη πλευρά των Ιώνων, οι οποίοι στη συνέχεια πέρασαν στην άμυνα. Οι Πέρσες απάντησαν το 497 π.Χ με τρεις επιθέσεις, με στόχο την ανακατάληψη των επαναστατημένων περιοχών, αλλά η εξάπλωση της εξέγερσης στην Καρία ανάγκασε τους Πέρσες να στείλουν μεγαλύτερο στρατό εκεί, υπό την ηγεσία του Δαρείου. Αν και αρχικά η εκστρατεία στη Καρία είχε επιτυχία, ο στρατός αυτός εκμηδενίστηκε λόγω ενέδρας κατά τη διάρκεια της μάχης του Πήδασου. Αυτό οδήγησε σε αδιέξοδο για το υπόλοιπο του 496 π.Χ. και 495 π.Χ.
Το 494 π.Χ., περσικός στρατός και στόλος ανασυντάσσονται, με σκοπό την κατάπνιξη της επανάστασης στη Μίλητο. Ο ιωνικός στόλος προσπάθησε να υπερασπιστεί την πόλη από τη θάλασσα, αλλά νικήθηκε στη ναυμαχία της Λάδης, μετά την αποστασία των Σαμίων. Η Μίλητος πολιορκήθηκε, καταλήφθηκε, και ο πληθυσμός της υποδουλώθηκε. Με αυτή τη διπλή ήττα, η επανάσταση έληξε, και οι Κάρες παραδόθηκαν στους Πέρσες. Οι Πέρσες ξόδεψαν το 493 π.Χ καταπνίγοντας την επανάσταση στις πόλεις στις δυτικές ακτές, πριν αρχίσουν τη διαδικασία ειρήνευσης στην Ιωνία, με αποτέλεσμα να υπογράψουν δίκαια, όπως χαρακτηρίστηκε, ειρήνη με τους Ίωνες.
Η Ιωνική Επανάσταση ήταν η πρώτη μεγάλη σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και Περσών, και αντιπροσωπεύει την πρώτη φάση των Ελληνο-Περσικών Πολέμων. Αν και η Μικρά Ασία υποτάχθηκε στους Πέρσες, ο Δαρείος αποφάσισε να τιμωρήσει την Αθήνα και την Ερέτρια, οι οποίες υποστήριξαν την επανάσταση. Επιπλέον, βλέποντας ότι οι πόλεις-κράτη της Ελλάδας ήταν απειλή για την αυτοκρατορία του, αποφάσισε να καταλάβει ολόκληρη την Ελλάδα.

ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΣΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ  (492-490 π.Χ.)

Αφού ολοκλήρωσαν την ειρήνευση της Ιωνίας, οι Πέρσες άρχισαν να σχεδιάζουν τις επόμενες κινήσεις τους - να εξαφανίσουν την απειλή για την αυτοκρατορία τους από την Ελλάδα, και να τιμωρήσουν την Αθήνα και την Ερέτρια. Η πρώτη περσική εισβολή στην Ελλάδα αποτελείται από 2 κύριες εκστρατείες.

492 π.Χ: Η εκστρατεία του Μαρδόνιου

Η πρώτη εκστρατεία άρχισε το 492 π.Χ, υπό την ηγεσία του Μαρδόνιου, γαμπρού του Δαρείου, ο οποίος ανακατέλαβε τη Θράκη, η οποία ήταν μέρος της Περσικής Αυτοκρατορίας από το 513 π.Χ. Ο Μαρδόνιος ανάγκασε τη Μακεδονία να γίνει υπόδουλος σύμμαχος της Περσίας - τα δύο βασίλεια ήταν σύμμαχα αλλά η Μακεδονία ήταν ανεξάρτητη. Ωστόσο, η μετέπειτα πρόοδος της εκστρατείας αποτράπηκε μετά από καταιγίδα στο Όρος Άθως, όπου ο περσικός στόλος βυθίστηκε. Ο Μαρδόνιος τραυματίστηκε όταν οι Πέρσες δέχθηκαν επίθεση από θρακική φυλή, και μετά υποχώρησε με τα απομεινάρια του στρατού του στην Ασία.
Τον επόμενο χρόνο, έχοντας δώσει σαφές προειδοποίηση για τις προθέσεις του, ο Δαρείος έστειλε πρεσβείες σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας, ζητώντας την υποταγή τους. Οι περισσότερες πόλεις δέχθηκαν, εκτός την Αθήνα και τη Σπάρτη, οι οποίες εκτέλεσαν τους Πέρσες πρεσβευτές. Με την Αθήνα να παραμένει προκλητική, και τη Σπάρτη να του κηρύσσει τον πόλεμο, ο Δαρείος διέταξε τη διεξαγωγή μετέπειτα στρατιωτικής εκστρατείας τον επόμενο χρόνο.

490 π.Χ: Η εκστρατεία του Δάτη και του Αρταφέρνη


Το 490 π.Χ, ο Δάτης και ο Αρταφέρνης (γιος του σατράπη Αρταφέρνη) έλαβαν τη διοίκηση μιας αμφίβιας δύναμης, και έπλευσαν από τη Κιλικία. Αφού συνάθροισαν στρατό, οι Πέρσες έπλευσαν από τη Κιλικία πρώτα στο νησί της Ρόδου. Ένα Χρονικό των Φυλών της Λίνδου αναφέρει ότι ο Δάτης πολιόρκησε τη Λίνδο, αλλά δεν τη κατέλαβε.Ο στόλος έπλευσε στη Νάξο, με διαταγή να τιμωρήσει τη Νάξο για την αντίσταση τους στην αποτυχημένη πολιορκία που έγινε από τους Πέρσες μια δεκαετία νωρίτερα. Πολλοί από τους κατοίκους κατέφυγαν στα βουνά - αυτοί που ασχολούνταν με την αλιεία υποδουλώθηκαν. Τότε, οι Πέρσες έκαψαν την πόλη και τους ναούς των Ναξιώτων. Ο στόλος διέσχισε και κατέλαβε όλα τα νησιά του Αιγαίου στον δρόμο του για την Ερέτρια, παίρνοντας δούλους και στρατεύματα από κάθε νησί.
Ο περσικός στρατός έπλευσε από την Εύβοια στον πρώτο μεγάλο στόχο, την Ερέτρια. Οι Ερετριείς δεν έκαναν καμία προσπάθεια να σταματήσουν τη στρατοπέδευση ή τη προώθηση των Περσών, και για αυτό πολιορκήθηκαν. Για 6 μέρες οι Πέρσες επιτίθονταν στα τείχη, με απώλειες και από τις 2 πλευρές - ωστόσο, στην έβδομη μέρα 2 αξιόπιστοι Ερετριείς άνοιξαν τις πύλες και επέτρεψαν την είσοδο των Περσών στην πόλη. Η πόλη καταστράφηκε, οι ναοί και τα ιερά λεηλατήθηκαν και κάηκαν. Επιπλέον, σύμφωνα με τις εντολές του Δαρείου, οι Πέρσες υποδούλωσαν όλους τους κατοίκους της πόλης που απέμειναν.

Μάχη του Μαραθώνα



Ο περσικός στόλος μετά κατευθύνθηκε νότια στην Αττική, στρατοπεδεύοντας στα στενά του Μαραθώνα, περίπου 25 (40 μίλια) από την Αθήνα. Υπό την ηγεσία του Μιλτιάδη, του στρατηγού με τη μεγαλύτερη εμπειρία σε μάχες απέναντι στους Πέρσες, ένας αθηναϊκός στρατός βάδισε για να κλείσει τις 2 εξόδους από τον Μαραθώνα. Μετά από 5 μέρες ακινησίας, οι Αθηναίοι (για άγνωστους λόγους) αποφάσισαν να επιτεθούν τους Πέρσες. Παρά την αριθμητική υπεροχή των Περσών, οι οπλίτες απόδειξαν καταστροφική αποτελεσματικότητα, καταστρέφοντας τις περσικές πτέρυγες πριν στραφούν στο κέντρο της περσικής γραμμής - τα απομεινάρια του περσικού στρατού έφυγαν από το πεδίο της μάχης στα πλοία τους. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι 6.400 Πέρσες σκοτώθηκαν στο πεδίο της μάχης, ενώ οι Αθηναίοι έχασαν μόνο 192 άνδρες.
Οι επιζώντες από τον περσικό στρατό έπλευσαν για να επιτεθούν όσο πιο γρήγορα ήταν δυνατό στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι έφθασαν εγκαίρως για να αποτρέψουν τους Πέρσες να επιβιβαστούν. Βλέποντας την ευκαιρία να χάνεται, οι Πέρσες υποχώρησαν στην Ασία.
Η Μάχη του Μαραθώνα ήταν ορόσημο στους Ελληνο-Περσικούς Πολέμους, με τους Έλληνες να δείχνουν ότι οι Πέρσες μπορούν να ηττηθούν. Επίσης τόνισε την ανωτερότητα των, πιο βαριά οπλισμένων, Ελλήνων οπλιτών, και έδειξε το δυναμικό τους όταν χρησιμοποιηθεί με σύνεση. Η Μάχη του Μαραθώνα είναι ίσως πιο γνωστή σήμερα ως η έμπνευση του Μαραθώνιου

490-480 π.Χ.Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ

Περσική Αυτοκρατορία

Μετά την αποτυχία στη πρώτη εισβολή, ο Δαρείος άρχισε να ετοιμάζει ένα νέο μεγάλο στρατό για να καταλάβει ολόκληρη την Ελλάδα - ωστόσο, το 486 π.Χ, οιΑιγύπτιοι επαναστάτησαν, αποτρέποντας επ' αορίστου οποιαδήποτε ελληνική εκστρατεία. Ο Δαρείος πέθανε καθώς ετοιμαζόταν να βαδίσει στην Αίγυπτο, και ο θρόνος πέρασε στον γιό του, Ξέρξη Α'. Ο Ξέρξης κατέπνιξε την αιγυπτιακή επανάσταση, και γρήγορα ξανάρχισε τις προετοιμασίες για εισβολή στην Ελλάδα Καθώς αποτελούσε απόλυτη, σε κλίμακα, εισβολή, απαιτούσε πολυετή σχεδιασμό, συγκέντρωση στρατού και υλικών. Ο Ξέρξης αποφάσισε ότι ο Ελλήσποντοςπρέπει να γεφυρωθεί για να επιτρέψει στον στρατό του να διασχίσει την Ευρώπη, και ότι ένα κανάλι πρέπει να περνά διαμέσου του ισθμού του Όρους Άθως (όπου, λόγω καταιγίδας το 492 π.Χ, καταστράφηκε ο περσικός στόλος). Η εκπλήρωση αυτών των στόχων ήταν πάρα πολύ δύσκολο, και για τα σύγχρονα κράτη.Ωστόσο, η εκστρατεία καθυστέρησε για ακόμα 1 έτος εξαιτίας εξεγέρσεων στην Αίγυπτο και στη Βαβυλωνία.
Οι Πέρσες είχαν τη συμπάθεια ενός αριθμού των ελληνικών πόλεων, συμπεριλαμβανομένου του Άργους, κάτι που έπαιξε στο ελάττωμα όταν οι Πέρσες έφθασαν στα σύνορα τους. Οι Αλευάδες, οι οποίοι διοικούσαν στη Λάρισα στη Θεσσαλία, είδαν την εισβολή ως ευκαιρία για να επεκτείνουν τη δύναμη τους. Η Θήβα, αν και δεν αναφέρεται ρητά, θεωρείται ότι προτιμούσε να βοηθήσει τους Πέρσες όταν έφθασαν στην Ελλάδα.
Το 481 π.Χ, μετά από 4 χρόνια προετοιμασίας, ο Ξέρξης άρχισε να μεταφέρει τον στρατό του στην Ευρώπη. Ο Ηρόδοτος δίνει τα ονόματα 46 εθνών από τα οποία κατάγονταν τα σώματα. Ο περσικός στρατός συγκεντρώθηκε στη Μικρά Ασία στο καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 481 π.Χ. Οι στρατοί από τις ανατολικές σατραπείες συγκεντρώθηκαν στα Κρίταλα, στη Καππαδοκία και οδηγήθηκαν από τον Ξέρξη στις Σάρδεις, όπου πέρασαν τον χειμώνα. Νωρίς την άνοιξη κινήθηκαν στην Άβυδο, όπου συνάντησαν τους στρατούς των δυτικών σατραπείων. Ο περσικός στρατός διέσχισε τον Ελλήσποντο σε 2 σχεδίες γέφυρες.

Μέγεθος των περσικών δυνάμεων


Οι αριθμοί των σωμάτων που συγκέντρωσε ο Ξέρξης για τη δεύτερη περσική εισβολή στην Ελλάδα αποτελούν μέρος ατέλειωτης συζήτησης. Οι σύγχρονοι μελετητές τείνουν να απαρνιούνται τον μη ρεαλιστικό αριθμό των 2.5 εκατομμυρίων ανδρών που δίνεται από τον Ηρόδοτο και από άλλες αρχαίες πηγές, ως αποτέλεσμα ανακριβειών ή υπερβολών στο μέρος των νικητών. Αυτό το θέμα είχε συζητηθεί πολύ, και θεωρήθηκε ότι ο Ξέρξης συγκέντρωσε περίπου 200.000 άνδρες.
Το μέγεθος του περσικού στόλου έχει επίσης συζητηθεί, αν και αποτελούσε λιγότερο σημαντικό θέμα. Ο Ηρόδοτος δίνει ένα αριθμό 1.207 πλοίων. Αυτοί οι αριθμοί είναι (με τα αρχαία πρότυπα) συνεπείς, και θα μπορούσε να ερμηνευθεί ότι ένας αριθμός κοντά στο 1.200 είναι σωστός. Μερικοί σύγχρονοι μελετητές αποδέχονται αυτό τον αριθμό, αν και προτείνουν ότι ο αριθμός πρέπει να είναι μικρότερος από αυτό στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Άλλες πρόσφατες εργασίες στους Ελληνο-Περσικούς Πολέμους αρνούνται αυτό τον αριθμό, καθώς ο αριθμός 1.207 φαίνεται να είναι παραπομπή στον συνδυασμένο ελληνικό στόλο στην Ιλιάδα και θεωρείται ότι οι Πέρσες δεν μπορούσαν να συγκεντρώσουν περισσότερα από 600 πολεμικά πλοία στο Αιγαίο.

ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΚΡΑΤΗ

ΑΘΗΝΑ

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Ένα χρόνο μετά τον Μαραθώνα, ο Μιλτιάδης, ο ήρωας του Μαραθώνα, τραυματίστηκε σε μια μικρή σύγκρουση. Παίρνοντας την υπεροχή, λόγω της αδιαθεσίας του Μιλτιάδη, η υπερδύναμη οικογένεια των Αλκμεωνίδων φρόντισε να τον εκδιώξει. Ο Μιλτιάδης διώχθηκε με τη κατηγορία «εξαπάτησης του αθηναϊκού λαού», αλλά πέθανε μετά από μερικές εβδομάδες εξαιτίας του τραυματισμού του.
Ο πολιτικός Θεμιστοκλής εδραιώθηκε μεταξύ των φτωχών, και γέμισε το κενό που άφησε ο θάνατος του Μιλτιάδη, και στην επόμενη δεκαετία έγινε ο πιο σημαντικός πολιτικός στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Θεμιστοκλής συνέχιζε να συνηγορεί την επέκταση της αθηναϊκής ναυτικής δύναμης. Οι Αθηναίοι ανησυχούσαν ότι το περσικό ενδιαφέρον στην Ελλάδα δεν έληξε, και οι θαλάσσιες πολιτικές του Θεμιστοκλή μπορούν να εξεταστούν υπό το πρίσμα της δυνητικής απειλής από τη Περσία. Ο Αριστείδης, ο μεγάλος αντίπαλος του Θεμιστοκλή, και πρωταθλητής των ζευγίτων  τάξη των οπλιτών), ήταν κατηγορηματικά αντίθετος με αυτή τη πολιτική.

Το 483 π.Χ, στα αθηναϊκά ορυχεία στο Λαύριο, βρέθηκε μεγάλη ποσότητα αργυρού. Ο Θεμιστοκλής πρότεινε ότι ο αργυρός πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να δημιουργηθεί ένας νέος στόλος από τριήρεις, φαινομενικά για να βοηθήσει σε ένα μακροετή πόλεμο με την Αίγινα. Ο Πλούταρχος θεωρεί ότι ο Θεμιστοκλής απέφυγε εσκεμμένα να παραπέμπει τη Περσία, θεωρώντας ότι ήταν πολύ μακρινή ενεργή απειλή για τους Αθηναίους, αλλά η αντιμετώπιση των Περσών ήταν ο κύριος στόλος του στόλου. Ο Φάιν θεωρεί ότι πολλοί Αθηναίοι πρέπει επίσης να καταλάβαιναν ότι ένας τέτοιος στόλος χρειαζόταν για να αντιμετωπίσει τους Πέρσες, των οποίων οι προετοιμασίες για εισβολή ήταν γνωστές. Η πρόταση του Θεμιστοκλή πέρασε εύκολα, παρά την δυνατή αντίθεση του Αριστείδη. Άλλος παράγοντας για την επέκταση της πρότασης ίσως ήταν η επιθυμία πολλών από των φτωχότερων Αθηναίων να πληρώνουν μισθωτή εργασία ως κωπηλάτες στον στόλο.Είναι ασαφές από τις αρχαίες πηγές αν ο αρχικός αριθμός των εξουσιοδοτημένων πλοίων ήταν 100 ή 200 - ο Φάιν και ο Χόλλαντ θεωρούν ότι αρχικά εξουσιοδοτήθηκαν 100 πλοία, και ότι μια δεύτερη ψηφοφορία ώθησε σε αυτά τα πραγματικά επίπεδα που είχαν σημειωθεί κατά τη δεύτερη περσική εισβολή. Ο Αριστείδης συνέχιζε να είναι αντίθετος με τη πολιτική του Θεμιστοκλή, και η ένταση μεταξύ των δύο στρατοπέδων αυξήθηκε κατά τον χειμώνα, και έτσι ο οστρακισμός του 482 π.Χ, αποτέλεσε άμεσος διαγωνισμός μεταξύ του Θεμιστοκλή και του Αριστείδη. Σε ότι ο Χόλλαν χαρακτηρίζει ως το πρώτο παγκόσμιο δημοψήφισμα, ο Αριστείδης εξοστρακίστηκε, και οι πολιτικές του Θεμιστοκλή επικυρώθηκαν. Πράγματι, ανήσυχοι για τις περσικές προετοιμασίες για την επερχόμενη εισβολή, οι Αθηναίοι ψήφισαν για τη δημιουργία περισσότερων πλοίων από ότι ο Θεμιστοκλής αρχικά ζήτησε. Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τη περσική εισβολή, ο Θεμιστοκλής έγινε ο πιο διάσημος πολιτικός της Αθήνας.

ΣΠΑΡΤΗ


Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Δημάρατος διώχθηκε από την εξουσία το 491 π.Χ, και αντικαταστάθηκε από τον ανιψιό του, Λεωτυχίδα. Κάποτε μετά το 490 π.Χ, ο ταπεινωμένος Δημάρατος αποφάσισε να πάει στην εξορία, και κατευθύνθηκε στη Σούσα. Ο Δημάρατος θα ενεργεί ως σύμβουλος του Δαρείου, και μετέπειτα του Ξέρξη, στα ελληνικά θέματα, και συνόδευσε τον Ξέρξη κατά τη δεύτερη περσική εισβολή. Στο τέλος του 7ου βιβλίου του Ηροδότου, υπάρχει ανέκδοτο σχετικά με πορεία προς τη δεύτερη εισβολή, ο Δημάρατος έστειλε ένα φαινομενικά κενό κέρινο δισκίο στη Σπάρτη. Όταν το κερί αφαιρέθηκε, ένα μήνυμα βρέθηκε γραμμένο στο ξύλο, ειδοποιώντας τους Σπαρτιάτες για τα σχέδια του Ξέρξη. Ωστόσο, πολλοί ιστορικοί πιστεύουν ότι αυτό το κεφάλαιο εισήχθηκε στο κείμενο από ένα μετέπειτα συγγραφέα, πιθανώς για να καλύψει το κενό μεταξύ του τέλους του βιβλίου 7 και της αρχής του βιβλίου 8 - η ιστορικότητα αυτού του ανέκδοτου είναι ασαφές.


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ


Το 481 π.Χ, ο Ξέρξης έστειλε πρεσβευτές σε όλη την Ελλάδα για να ζητήσει γη και ύδωρ, αλλά παρέλειψε να στείλει πρεσβευτές στην Αθήνα και στη Σπάρτη.Αυτή τη στιγμή η Σπάρτη και η Αθήνα έλαβαν την υποστήριξη κάποιων ελληνικών πόλεων. Το φθινόπωρο του 481 π.Χ, στη Κόρινθο συναντήθηκαν οι εκπρόσωποι των ελληνικών πόλεων και δημιουργήθηκε μια ελληνική συμμαχία. Είχε τη δύναμη να στείλει απεσταλμένους ζητώντας για βοήθεια και παροχή στρατευμάτων από κάθε πόλη-μέλος για αμυντικούς σκοπούς. Ο Ηρόδοτος δεν διατυπώνει μια αφηρημένη ονομασία για τη συμμαχία αλλά τους καλεί απλά «οἱ Ἕλληνες» (οι Έλληνες) και «οι Έλληνες που είχαν ορκιστεί συμμαχία» (μετάφραση Godley) ή «οι Έλληνες που είχαν ενωθεί» (μετάφραση Rawlinson). Από εδώ και πέρα, θα αναφέρονται ως «Σύμμαχοι». Η Σπάρτη και η Αθήνα έλαβαν ηγετικό ρόλο στη συμμαχία αλλά τα ενδιαφέροντα των μελών της συμμαχίας έπαιξαν ρόλο στον καθορισμό της αμυντικής στρατηγικής. Λίγα είναι γνωστά για τις εσωτερικές εργασίες της συμμαχίας ή τις συζητήσεις της. Μόνο 70 από τις περίπου 700 ελληνικές πόλεις έστειλαν αντιπροσώπους. Αυτό είναι αξιοσημείωτο για τον χωρισμένο ελληνικό κόσμο, ειδικά καθώς οι ελληνικές πόλεις συμμετείχαν ακόμα σε εμφυλίους πολέμους.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΡΣΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ   (480-479 π.Χ.)

480 π.Χ: Θράκη, Μακεδονία και Θεσσαλία

Έχοντας διασχίσει την Ευρώπη τον Απρίλιο του 480 π.Χ, ο περσικός στρατός άρχισε να βαδίζει στην Ελλάδα, και χρειάστηκε 3 μήνες για να ταξιδέψει από τον Ελλήσποντο στη Θέρμη. Σταμάτησε στην Δορίσκο, όπου ενώθηκε με τον στόλο. Ο Ξέρξης αναδιοργάνωσε τα στρατεύματα του σε τακτικά σώματα που αντικατέστησαν τους εθνικούς σχηματισμούς που χρησιμοποιήθηκαν νωρίτερα για τη πορεία.

Τα σημαντικά γεγονότα της δεύτερης περσικής εισβολής στην Ελλάδα
Το 480 π.Χ, συγκλήθηκε νέο συνέδριο. Μια αντιπροσωπεία από τη Θεσσαλία πρότεινε ότι οι σύμμαχοι πρέπει να επιστρατεύσουν στα στενά των Τέμπιων, στα σύνορα της Θεσσαλίας, για να ανακόψουν τη προώθηση του Ξέρξη. Ωστόσο, εκεί, είχαν προειδοποιηθεί από τον Αλέξανδρο Α' της Μακεδονίας ότι η κοιλάδα θα μπορούσε να παρακαμφθεί μέσω του Περάσματος Σαραντόπορου, και καθώς ο στρατός του Ξέρξη ήταν σαφώς μεγαλύτερος, οι Έλληνες οπισθοχώρησαν. Λίγο αργότερα, έμαθαν ότι ο Ξέρξης διέσχισε τον Ελλήσποντο. Μια δεύτερη στρατηγική υιοθετήθηκε τότε από τους Σύμμαχους. Ο Θεμιστοκλής πρότεινε μια δεύτερη στρατηγική στους συμμάχους. Η διαδρομή στη νότια Ελλάδα (Βοιωτία,Αττική και Πελοπόννησος) θα απαιτούσε από τον στρατό του Ξέρξη να περάσει από το στενό πέρασμα στις Θερμοπύλες. Το στενό θα μπορούσε εύκολα να κλείσει από τους Έλληνες οπλίτες, παρά την αριθμητική υπεροχή των Περσών. Επιπλέον, για να αποτρέψει τη παράκαμψη των Θερμοπυλών από τη θάλασσα, ο αθηναϊκός και οι συμμαχικοί στόλοι θα έκλειναν τα στενά του Αρτεμισίου. Αυτή η τακτική έγινε δεκτή στο συνέδριο. Ωστόσο, οι πελοποννησιακές πόλεις σχεδίαζαν να υπερασπιστούν τον Ισθμό της Κορίνθου σε περίπτωση που το σχέδιο αποτύχει, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά των Αθηναίων έφευγαν μαζικά από τη Τροιζήνα.

Αύγουστος 480 π.Χ: Μάχες των Θερμοπυλών και του Αρτεμισίου



Όταν οι Σύμμαχοι έλαβαν τα νέα ότι ο Ξέρξης διέσχισε το Όρος Όλυμπος, και κατευθυνόταν στις Θερμοπύλες, ήταν η περίοδος των Ολυμπιακών Αγώνων και της σπαρτιατικής γιορτής των Κάρνειων, κατά τη διάρκεια των οποίων απαγορεύονταν οι πολεμικές συγκρούσεις. Παρόλο αυτά, οι Σπαρτιάτες εξέτασαν την απειλή τόσο σοβαρά ώστε να αναχωρήσει ο βασιλιάς τους, Λεωνίδας, με τη προσωπική του φρουρά (τους Ιππείς) από 300 άνδρες (σε αυτή τη περίπτωση, οι εκλεκτοί νεαροί στρατιώτες στους Ιππείς αντικαταστάθηκαν με βετεράνους που είχαν ήδη παιδιά). Ο Λεωνίδας δέχθηκε βοήθεια από πελοποννησιακούς συμμάχους της Σπάρτης, και κατευθύνθηκε στις Θερμοπύλες. Οι Σύμμαχοι κατάφεραν να καταλάβουν τα στενά, ξανάχτισαν το τείχος που οι Φωκείς είχαν χτίσει παλιά στο παρελθόν, και περίμεναν την άφιξη του ΞέρΤαυτόχρονα με τη μάχη των Θερμοπυλών, μια συμμαχική ναυτική δύναμη από 271 τριήρεις υπερασπίστηκαν τα Στενά του Αρτεμισίου κατά των Περσών. Εδώ ο συμμαχικός στόλος αντιμετώπισε τους Πέρσες για 3 ημέρες - ωστόσο, το τρίτο απόγευμα οι Σύμμαχοι έλαβαν τα νέα για την ήττα του Λεωνίδα και των Συμμάχων στις Θερμοπύλες. Καθώς ο συμμαχικός στόλος είχε καταστραφεί, και επειδή δεν υπήρχε λόγος να προστατεύουν τις πτέρυγες των Θερμοπυλών, οι Σύμμαχοι υποχώρησαν από το Αρτεμίσιο στη Σαλαμίνα.Όταν οι Πέρσες έφθασαν στις Θερμοπύλες στα μέσα του Αυγούστου, περίμεναν για 3 μέρες την υποχώρηση των Συμμάχων. Όταν ο Ξέρξης κατάλαβε ότι οι Σύμμαχοι δεν θα υποχωρούσαν, έστειλε τον στρατό του για να επιτεθεί. Ωστόσο, η ελληνική θέση ήταν ιδανική για χρήση οπλιτών, και οι Πέρσες αναγκάστηκαν να επιτεθούν μετωπικά στη φάλαγγα. Οι Σύμμαχοι αντιστάθηκαν για 2 μέρες απέναντι στις περσικές επιθέσεις και στους Αθάνατους. Αλλά, στο τέλος της 2ης μέρας, προδόθηκαν από ένα ντόπιο, τον Εφιάλτη, που αποκάλυψε στον Ξέρξη ένα μονοπάτι στο βουνό που οδηγούσε στα νώτα των συμμαχικών γραμμών. Όταν έμαθαν για αυτό, ο Λεωνίδας διέταξε την υποχώρηση του συμμαχικού στρατού, και έμεινε στις Θερμοπύλες με 2.000 άνδρες. Στη 3η μέρα της μάχης, οι Σύμμαχοι κινήθηκαν προς τα εμπρός για να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες σε μια προσπάθεια να σκοτώσουν όσους περισσότερους Πέρσες ήταν δυνατόν, αλλά σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν.

Σεπτέμβριος 480 π.Χ: Ναυμαχία της Σαλαμίνας



Η νίκη στις Θερμοπύλες σήμαινε ότι όλη η Βοιωτία παραδόθηκε στον Ξέρξη - και άφησε την Αττική ανοιχτή για εισβολή. Ο πληθυσμός της Αθήνας μεταφέρθηκε στη Σαλαμίνα, χάρη στη βοήθεια του συμμαχικού στόλου. Οι Πελοποννήσιοι Σύμμαχοι άρχισαν να ετοιμάζουν μια αμυντική γραμμή γύρω από τον Ισθμό της Κορίνθου, χτίζοντας ένα τείχος, και καταστρέφοντας τον δρόμο από τα Μέγαρα, εγκαταλείποντας με αυτό τον τρόπο τους Αθηναίους. Η Αθήνα κατακτήθηκε - ο μικρός αριθμός των Αθηναίων που κλείστηκαν στην Ακρόπολη ηττήθηκαν, και ο Ξέρξης διέταξε τη πυρπόληση της Αθήνας.

Οι Πέρσες είχαν καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας, αλλά ο Ξέρξης ίσως δεν περίμενε τέτοια περιφρόνηση από τους Έλληνες - η κύρια προτεραιότητα του ήταν να τελειώσει τον πόλεμο όσο πιο γρήγορα ήταν δυνατό. Εν ολίγοις, αν ο Ξέρξης κατάφερνε να καταστρέψει τον συμμαχικό στόλο, θα ήταν σε ισχυρή θέση για να αναγκάσει τους Έλληνες να παραδοθούν -αντίθετα θα απέφευγαν τη καταστροφή, ή όπως ήλπιζε ο Θεμιστοκλής, με το να περικυκλώσουν τον περσικό στόλο, έτσι ώστε οι Έλληνες να αποτρέψουν την κατάληψη του. Έτσι, ο συμμαχικός στόλος παρέμεινε στις ακτές της Σαλαμίνας τον Σεπτέμβριο, παρά την επικείμενη άφιξη των Περσών. Ακόμα και αν η Αθήνα κατακτήθηκε από τον περσικό στρατό, ο συμμαχικός στόλος θα παραμείνει στη Σαλαμίνα, προσπαθώντας να δελεάσει τους Πέρσες σε μάχη. Εν μέρει ως αποτέλεσμα της υπεκφυγής από τη πλευρά του Θεμιστοκλή, οι στόλοι επιτέλους συγκεντρώθηκαν στα Στενά της Σαλαμίνας. Εκεί, οι μεγάλοι περσικοί αριθμοί ήταν ενεργό εμπόδιο, καθώς τα πλοία έχασαν την ικανότητα τους στον ελιγμό και έγιναν ανοργάνωτα.Βλέποντας την ευκαιρία, οι Έλληνες επιτέθηκαν, και πέτυχαν μια αποφασιστική νίκη, αφού κατέστρεψαν τουλάχιστον 200 περσικά πλοία, και εξασφάλισαν τη προστασία της Πελοποννήσου από τους Πέρσες

Ιούνιος 479 π.Χ: Μάχες των Πλαταιών και της Μυκάλης



Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, φαίνεται να υπήρξε ένταση μεταξύ των Συμμάχων. Ειδικότερα, οι Αθηναίοι, οι οποίοι δεν ήταν προστατευμένοι από τον ισθμό, αλλά ο στόλος των οποίων ήταν το κλειδί για την ασφάλεια της Πελοποννήσου, αρνήθηκαν να ενωθούν με τον υπόλοιπο συμμαχικό στόλο. Ο Μαρδόνιος παρέμεινε στη Θεσσαλία, γνωρίζοντας ότι μια επίθεση στον ισθμό ήταν άχρηστη, καθώς οι Σύμμαχοι αρνήθηκαν να στείλουν στρατό μακριά από τη Πελοπόννησο.Ο Μαρδόνιος κινήθηκε για να σπάσει την αδιέξοδο, προσφέροντας ειρήνη, αυτονομία και εδαφική επέκταση στους Αθηναίους (για να πετύχει την απομάκρυνση των Αθηναίων από τις συμμαχικές δυνάμεις), χρησιμοποιώντας τον Αλέξανδρο Α' της Μακεδονίας ως μεσολαβητή. Οι Αθηναίοι επιβεβαιώθηκαν ότι εκεί ήταν μια σπαρτιατική πρεσβεία για να ακούσει τη προσφορά, αλλά την αρνήθηκαν. Η Αθήνα εκκενώθηκαν ξανά, και οι Πέρσες βάδισαν για να την ανακαταλάβουν. Τώρα, ο Μαρδόνιος επανέλαβε τη προσφορά του στους Αθηναίους πρόσφυγες στη Σαλαμίνα. Η Αθήνα, όπως και τα Μέγαρα και οι Πλαταιές, έστειλαν πρεσβεία στη Σπάρτη ζητώντας βοήθεια, απειλώντας να δεχθούν τους περσικούς όρους αν οι Σπαρτιάτες δεν βοηθούσαν. Σε απάντηση, οι Σπαρτιάτες συγκέντρωσαν μεγάλο στρατό από τις πόλεις της Πελοποννήσου και βάδισαν για να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες.
Όταν ο Μαρδόνιος άκουσε ότι ένας συμμαχικός στρατός κινείται για να τον αντιμετωπίσει, υποχώρησε στη Βοιωτία, κοντά στις Πλαταιές, προσπαθώντας να οδηγήσει τους Σύμμαχους σε ανοικτό πεδίο, όπου θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το ιππικό του. Ο συμμαχικός στρατός ωστόσο, υπό την ηγεσία του Σπαρτιάτη στρατηγού Παυσανία, έμεινε στα υψώματα πάνω από τις Πλαταιές για να προστατευθούν από τέτοιες τακτικές. Η συμμαχική θέση τώρα υπονομεύτηκε, και ο Παυσανίας διέταξε νυχτερινή υποχώρηση στις αρχικές θέσεις. Αυτό πήγε στραβά, αφήνοντας τους Αθηναίους, τους Σπαρτιάτες και τους Τεγεάτες απομονωμένους σε ξεχωριστούς λόφους, με τα υπόλοιπα σώματα σκορπισμένα πιο μακριά, κοντά στις Πλαταιές. Βλέποντας ότι ίσως ποτέ δεν θα είχε καλύτερη ευκαιρία για να επιτεθεί, ο Μαρδόνιος διέταξε ολόκληρο τον στρατό του να κινηθεί προς τα εμπρός. Ωστόσο, το περσικό πεζικό δεν στάθηκε ικανό να αντιμετωπίσει τους βαριά οπλισμένους Έλληνες οπλίτες, και οι Σπαρτιάτες διέλυσαν τη σωματοφυλακή του Μαρδόνιου και τον σκότωσαν. Η περσική δύναμη διαλύθηκε - 40.000 στρατιώτες κατάφεραν να διαφύγουν δια μέσου ενός δρόμου στη Θεσσαλία, αλλά, τα υπόλοιπα στρατεύματα υποχώρησαν στο περσικό στρατόπεδο, όπου παγιδεύτηκαν και σφάχθηκαν από τους Συμμάχους, οριστικοποιώντας τη συμμαχική νίκη.
Ο Ηρόδοτος μας λέει ότι η φήμη της συμμαχικής νίκης έφθασε στον συμμαχικό στόλο, ο οποίος ήταν έξω από τις ακτές της Μυκάλης στην Ιωνία. Το ηθικό τους ενισχύθηκε, και οι πεζοναύτες των Συμμάχων πέτυχαν μια αποφασιστική νίκη στη μάχη της Μυκάλης την ίδια μέρα, καταστρέφοντας τα απομεινάρια του περσικού στόλου, ακρωτηριάζοντας τη ναυτική δύναμη του Ξέρξη, και σηματοδοτώντας την υπεροχή του συμμαχικού στόλου.Ενώ πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί αμφιβάλλουν για το ότι η Μυκάλη έλαβε χώρα την ίδια μέρα με τις Πλαταιές, η μάχης ίσως διεξήχθη όταν οι Σύμμαχοι έλαβαν τα νέα για τα γεγονότα που εκτυλίσσονταν στην Ελλάδα.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ   (479-478 π.Χ.)

Μυκάλη και Ιωνία

Η Μυκάλη ήταν η αρχή της νέας φάσης των συγκρούσεων, της ελληνικής αντεπίθεσης.Το αποτέλεσμα της νίκης στη Μυκάλη ήταν η δεύτερη εξέγερση των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Οι Σάμιοι και οι Μιλήσιοι πολέμησαν ενεργά απέναντι στους Πέρσες στη Μυκάλη, δηλώνοντας ανοιχτά την εξέγερση τους, και οι άλλες πόλεις ακολούθησαν το παράδειγμα τους.



Σηστός

Μετά τη νίκη στη Μυκάλη, ο συμμαχικός στόλος κατευθύνθηκε στον Ελλήσποντο για να καταστρέψει τις ποντισμένες γέφυρες, αλλά τις βρήκε κατεστραμμένες.Οι Πελοποννήσιοι επέστρεψαν στη Πελοπόννησο, αλλά οι Αθηναίοι έμειναν για να επιτεθούν στη Θρακική Χερσόνησο, η οποία ήταν ακόμα υπό την κατοχή των Περσών. Οι Πέρσες και οι σύμμαχοι τους, κινήθηκαν στη Σηστό, τη πιο δυνατή πόλη της περιοχής. Μεταξύ αυτών ήταν ένας Οεόβαζος από τη Καρδία, ο οποιός είχε στη κατοχή του εξοπλισμό από τις σχεδίες γέφυρες. Ο Πέρσης κυβερνήτης, ο Αρταύκτης δεν προετοιμάστηκε για πολιορκία, καθώς δεν περίμενε τους Συμμάχους να επιτεθούν. Οι Αθηναίοι, τώρα, ήταν ικανοί να ξεκινήσουν μια πολιορκία γύρω από τη Σηστό. Η πολιορκία διήρκησε για αρκετούς μήνες, προκαλώντας κάποια δυσαρέσκεια στα αθηναϊκά σώματα, αλλά ξαφνικά, οι Πέρσες υποχώρησαν από τη λιγότερα φυλασσόμενη περιοχή της πόλης. Οι Αθηναίοι ήταν ικανοί να καταλάβουν την πόλη την επόμενη μέρα.
Τα περισσότερα αθηναϊκά σώματα στάλθηκαν για να ακολουθήσουν τους Πέρσες. Ο Οεόβαζος αιχμαλωτίστηκε από μια θρακική φυλή και θυσιάστηκε στον θεόΠλίστορο. Οι Αθηναίοι αιχμαλώτισαν τον Αρταύκτη, σκοτώνοντας μερικούς Πέρσες που ήταν μαζί του, και αιχμαλωτίζοντας τους υπόλοιπους. Ο Αρταύκτης σταυρώθηκε μετά από αίτημα των κατοίκων της Ελάης, πόλη την οποία ο Αρταύκτης λεηλάτησε όσο ήταν Κυβερνήτης της Χερσονήσου. Οι Αθηναίοι, έχοντας ειρηνεύσει τη περιοχή, τότε έπλευσαν πίσω στην Αθήνα, περνώντας ως λάφυρο μέρη των πλωτών γεφυρών.

Κύπρος

Το 478 π.Χ, εκστρατεύοντας υπό τους όρους της Ελληνικής Συμμαχίας, οι Σύμμαχοι έστειλαν στόλο από 20 πελοποννησιακά και 30 αθηναϊκά πλοία (με άγνωστο αριθμό στρατιωτών), υπό την ηγεσία του Παυσανία. Οι Σύμμαχοι, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, έπλευσαν στην Κύπρο και «υπέταξαν το μεγαλύτερο μέρος του νησιού». Τι ακριβώς εννοούσε ο Θουκυδίδης με αυτό δεν είναι σαφές. Ο Σέαλι (αγγ. Sealey) θεωρεί ότι ήταν ουσιαστικά μια επιδρομή για να συγκεντρωθούν όσα περισσότερα λάφυρα ήταν δυνατό από τα περσικά σώματα στην Κύπρο. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι οι Σύμμαχοι προσπάθησαν να καταλάβουν το νησί, και λίγο αργότερα έπλευσαν για το Βυζάντιο. Βεβαίως, το γεγονός ότι η Δηλιακή Συμμαχία επανειλημμένα εκστράτευε στην Κύπρο σημαίνει ότι το νησί δεν άνηκε στους Συμμάχους το 478 π.Χ, ή τα συμμαχικά σώματα γρήγορα διαλύονταν.

Βυζάντιο

Ο ελληνικός στόλος τότε έπλευσε στο Βυζάντιο, το οποίο πολιόρκησε και κατέλαβε. Ο έλεγχος του Βυζαντίου και της Σηστού έδωσε στους Σύμμαχους τη διοίκηση των στενών μεταξύ της Ευρώπης και της Ασίας (από τα οποία πέρασαν οι Πέρσες), και τους επέτρεψε τη πρόσβαση στο εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας.
Το τέλος της πολιορκίας του Βυζαντίου αποδείχθηκε προβληματικό για τον Παυσανία. Το τι ακριβώς έγινε δεν είναι καθαρό - ο Θουκυδίδης δίνει λίγες πληροφορίες, αν και μελλοντικοί συγγραφείς πρόσθεσαν άφθονους μακάβριους υπαινιγμούς. Χάρη στην αλαζονεία του και τις αυθαιρεσίες του (ο Θουκυδίδης τα αναφέρει ως «βία»), ο Παυσανίας κατάφερε να αποξενώσει πολλά συμμαχικά σώματα, ιδιαίτερα αυτά που απελευθερώθηκαν πρόσφατα από τη περσική επικυριαρχία. Οι Ίωνες και άλλες πόλεις ζήτησαν από τους Αθηναίους να αναλάβουν τη διοίκηση της εκστρατείας, κάτι που δέχθηκαν να κάνουν. Οι Σπαρτιάτες, όταν έμαθαν για τη συμπεριφορά του, προσπάθησαν να τον κατηγορήσουν για συνεργασία με τον εχθρό. Αν και αθωώθηκε, η φήμη του αμαυρώθηκε και δεν επέστρεψε στη διοίκηση του.
Ο Παυσανίας επέστρεψε στο Βυζάντιο ως απλός κάτοικος και γρήγορα ανέλαβε τη διοίκηση της πόλης μέχρι απελαθεί από τους Αθηναίους. Τότε διέσχισε τον Βόσπορο και εγκαταστάθηκε στη Κολώνα της Τρωάδας, μέχρι να κατηγορηθεί από τους Σπαρτιάτες για συνεργασία με τους Πέρσες και δικαστεί (πέθανε μετά τη δίκη λόγω πείνας). Δεν είναι σαφές πότε έγινε αυτό, αλλά ο Παυσανίας ίσως έμεινε στη θέση του στο Βυζάντιο ως το 470 π.Χ.
Εν τω μεταξύ, οι Σπαρτιάτες έστειλαν τον Δοκρή στο Βυζάντιο με μικρή δύναμη, για να αναλάβει τη διοίκηση του συμμαχικού στρατού. Ωστόσο, στο Βυζάντιο, ο Δοκρής κατάλαβε ότι οι Σύμμαχοι δεν ήταν πλέον σύμφωνοι με τη σπαρτιατική διοίκηση, και τότε επέστρεψε στη Σπάρτη

ΠΟΛΕΜΟΙ ΤΗΣ ΔΗΛΙΑΚΗΣ ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ   (477-449 π.Χ.)

Δηλιακή Συμμαχία


Μετά το Βυζάντιο, η Σπάρτη αποφάσισε να μην συνεχίσει τον πόλεμο. Οι Σπαρτιάτες θεωρούσαν ότι λόγω της ελευθερίας της Ελλάδας και των ελληνικών πόλεων στη Μικρά Ασία δεν υπήρχε πλέον αιτία για πόλεμο. Ίσως, αυτό έγινε επειδή οι Σπαρτιάτες θεώρησαν ότι η μακρά ασφάλεια των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας ήταν απίθανη. Μετά τη Μυκάλη, ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Λεωτυχίδας Β΄ πρότεινε να μεταφέρουν όλους τους Έλληνες από τη Μικρά Ασία στην Ευρώπη ως τη μοναδική μέθοδο απόλυτης ελευθερίας από τη περσική κυριαρχία. Ο Ξάνθιππος, ο Αθηναίος διοικητής στη Μυκάλη, αρνήθηκε κατηγορηματικά - οι ιωνικές πόλεις ήταν αθηναϊκές αποικίες, και οι Αθηναίοι, αν όχι κάποιος άλλος, θα προστατεύσουν τους Ίωνες. Αυτό σήμαινε ότι η ηγεσία στην ελληνική συμμαχία περιήλθε στους Αθηναίους. Με τη σπαρτιατική αποχώρηση μετά το Βυζάντιο, η ηγεσία των Αθηναίων έγινε σαφής.
Η συμμαχία των πόλεων-κρατών που είχε πολεμήσει κατά της εισβολής του Ξέρξη είχε ηγεμόνα τη Σπάρτη και τηΠελοποννησιακή Συμμαχία. Με την αποχώρηση αυτών των κρατών, στο ιερό νησί της Δήλου συγκαλέστηκε συνέδριο για ίδρυση νέας συμμαχίας, η οποία θα συνέχιζε τον αγώνα κατά των Περσών. Αυτή η συμμαχία, η οποία τώρα συμπεριλάμβανε και πολλά νησιά του Αιγαίου, ονομάστηκε «Πρώτη Αθηναϊκή Συμμαχία», γνωστή επίσης ως Δηλιακή Συμμαχία. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, κύριος στόχος της συμμαχίας αποτελούσε η «εκδίκηση για τις αδικίες που υπέστησαν από τον αφανισμό της επικράτειας του βασιλιά». Στη πραγματικότητα, αυτός ο στόχος χωρίζονταν σε τρεις κύριες προσπάθειες - να ετοιμαστούν για μια μελλοντική εισβολή, να εκδικηθούν τους Πέρσες και να οργανώσουν μέσο διαίρεσης λαφύρων πολέμου. Τα μέλη είχαν την ευκαιρία να διαλέξουν αν ήθελαν να προσφέρουν στρατό ή φόρο στο κοινό ταμείο - τα περισσότερα μέλη διάλεξαν τον φόρο

Εκστρατείες κατά της Περσίας


Χάρτης των μαχών, στις οποίες συμμετείχε η Δηλιακή Συμμαχία, 477-449 π.Χ


Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 470 π.Χ, η Δηλιακή Συμμαχία εκστράτευσε στη Θράκη και στο Αιγαίογια να μετακινήσει τα περσικά φρούρια από την περιοχή, υπό την ηγεσία του Αθηναίου πολιτικού Κίμωνα. Στα πρώτα χρόνια της επόμενης δεκαετίας, ο Κίμωνας άρχισε εκστρατείες στη Μικρά Ασία, προσπαθώντας να ενισχύσει την ελληνική θέση εκεί. Στη μάχη του Ευρυμέδοντα, στη Παμφυλία, ο αθηναϊκός και ο συμμαχικός στόλος κέρδισαν διπλή νίκη, καταστρέφοντας τον περσικό στόλο και τον περσικό στρατό. Μετά τη μάχη, οι Πέρσες ανέλαβαν παθητικό ρόλο, αποφεύγοντας να αντιμετωπίσουν σε μάχη τους Αθηναίους.
Στα τέλη της δεκαετίας του 460 π.Χ, οι Αθηναίοι πήραν την απόφαση να υποστηρίξουν την Αίγυπτο στην επανάσταση της κατά της Περσίας. Αν και τα ελληνικά σώματα είχαν επιτυχίες, δεν κατάφεραν να καταλάβουν το περσικό φρούριο στην Μέμφιδα, παρά τη πολιορκία 3 ετών. Τότε, οι Πέρσες αντεπιτέθηκαν, και η αθηναϊκή δύναμη πολιορκήθηκε για 18 μήνες, πριν εξολοθρευτεί. Αυτή η καταστροφή, σε συνδυασμό με τις συγκρούσεις στην Ελλάδα, ανάγκασε τους Αθηναίους να συνεχίσουν τις συγκρούσεις με τους Πέρσες. Το 451 π.Χ, υπογράφηκε ανακωχή στην Ελλάδα, και ο Κίμωνας ήταν ικανός να οδηγήσει στρατό στην Κύπρο. Ωστόσο, καθώς πολιορκούσε το Κίτιον, ο Κίμωνας σκοτώθηκε, η αθηναϊκή δύναμη αποσύρθηκε, και κέρδισε διπλή νίκη στη Σαλαμίνα της Κύπρου. Αυτή η εκστρατεία έβαλε τέλος στις εχθροπραξίες μεταξύ της Δηλιακής Συμμαχίας και της Περσίας, και κάποιοι αρχαίοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι μια συνθήκη ειρήνης, η ειρήνη του Καλλία, υπογράφηκε για να εδραιώσει το οριστικό τέλος των Ελληνο-Περσικών Πολέμων.

ΕΙΡΗΝΗ ΜΕ ΤΗΝ  ΠΕΡΣΙΑ
Μετά τις μάχες της Σαλαμίνας της Κύπρου, ο Θουκυδίδης δεν κάνει αναφορές για συγκρούσεις με τους Πέρσες, λέει απλά ότι οι Έλληνες επέστρεψαν στη πατρίδα τους.Ο Διόδωρος, από την άλλη πλευρά, υποστηρίζει ότι μετά τη μάχη στη Σαλαμίνα, υπογράφηκε συνθήκη ειρήνης (η Ειρήνη του Καλλία) με τους Πέρσες. Ο Διόδωρος ίσως ακολούθησε την ιστορία του Έφορου σε αυτό το σημείο, ο οποίος με τη σειρά του επηρεάστηκε από τον δάσκαλο του, Ισοκράτη - από τον οποίο λαμβάνουμε τη νωρίτερη παραπομπή στη προτειμένη ειρήνη, στο 380 π.Χ. Ακόμα και κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ η ιδέα της συνθήκης ήταν αμφιλεγόμενη, και δύο συγγραφείς αυτής της περίοδου, ο Καλλισθένης και ο Θεόπομπος ο Χίος φαίνεται να απορρίπτουν την ύπαρξη της συνθήκης.
Είναι πιθανόν ότι οι Αθηναίοι προσπάθησαν να διαπραγματευτούν με τους Πέρσες στο παρελθόν. Ο Πλούταρχος θεωρεί ότι μετά τη νίκη στον Ευρυμέδοντα, ο Αρταξέρξης συμφώνησε να υπογράψει ειρήνη με τους Έλληνες, ονομάζοντας την «Ειρήνη του Καλλία» όπως ονομάζονταν και ο Αθηναίος πρέσβης. Ωστόσο, όπως τονίζει ο Πλούταρχος, ο Καλλισθένης καταγράφει ότι τέτοια ειρήνη υπογράφθηκε αυτό τον καιρό (περίπου το 466 π.Χ). Ο Ηρόδοτος επίσης αναφέρει, εν παρόδω, μια αθηναϊκή πρεσβεία υπό την ηγεσία του Καλλία, η οποία στάλθηκε στη Σούσα για να διαπραγματευτεί με τον Αρταξέρξη. Αυτή η πρεσβεία περιείχε και εκπροσώπους του Άργους και μπορεί να χρονολογείται περίπου το 461 π.Χ (μετά τη σφυρηλάτηση της συμμαχίας μεταξύ της Αθήνας και του Άργους). Αυτή η πρεσβεία ίσως ήταν μια προσπάθεια να επιτευχθεί κάποιου είδους συμφωνίας ειρήνης, και μάλιστα έχει διατυπωθεί ότι η αποτυχία αυτών των υποθετικών διαπραγματεύσεων οδήγησαν στην αθηναϊκή απόφαση να υποστηρίξουν την αιγυπτιακή εξέγερση. Οι αρχαίες πηγές συνέπως διαφωνούν ως προς το αν ήταν επίσημη ειρήνη ή όχι, και αν ήταν, πότε συμφωνήθηκε.
Οι σύγχρονοι ιστορικοί δεν συμφωνούν μεταξύ τους - για παράδειγμα, ο Φάιν αποδέχεται την έννοια της Ειρήνης του Καλλία, αλλά ο Σέαλι δεν την αποδέχεται. Ο Χόλλαντ αποδέχεται ότι υπήρχε συμφωνία μεταξύ Αθήνας και Περσίας, αλλά όχι την ίδια τη συνθήκη. Ο Φάιν ισχυρίζεται ότι η άρνηση του Καλλισθένη ότι η συνθήκη υπογράφθηκε μετά τον Ευρυμέδονται δεν αποκλείει τη πιθανότητα συμφωνίας σε άλλο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, θεωρεί ότι ο Θεόπομπος στη πραγματικότητα αναφέρει μια συνθήκη που έγινε με τη Περσία το 423 π.Χ. Αν αυτές οι θεωρείες είναι σωστές, θα αφαιρεθεί ένα σημαντικό εμπόδιο για την αποδοχή της ύπαρξης της συνθήκης. Ένα επιπλέον επιχείρημα για την ύπαρξη της συμφωνίας είναι η ξαφνική αποχώρηση των Αθηναίων από την Κύπρο το 450 π.Χ, γεγονός που δίνει περισσότερο νόημα σε κάποιο είδος συμφωνίας ειρήνης. Από την άλλη πλευρά, εάν υπήρχε κάποιο είδος συμφωνίας, φαίνεται παράξενη η ανικανότητα του Θουκυδίδη να τη καταγράψει. Σε παρένθεση του για τη πεντεκονταετία, στόχος του είναι να εξηγήσει την άυξηση της δύναμης της Αθήνας, και μια τέτοια συμφωνία, και το γεγονός ότι τα μέλη της Δηλιακής Συμμαχίας δεν απαλλάχθηκαν από τις υποχρεώσεις τους μετά από αυτό, θα σηματοδοτεί ένα σημαντικό βήμα στην αθηναϊκή υπεροχή. Αντιθέτως, θεωρείται ότι μερικά σημεία στην ιστορία του Θουκυδίδη ερμηνεύονται καλύτερα με συμφωνία ειρήνης. Επομένως, δεν υπάρχει σαφές συναίνεση μεταξύ των ιστορικών για την ύπαρξη της συμφωνίας.
Οι αρχαίες πηγές που δίνουν πληροφορίες για τη συμφωνία είναι συνεπείς ως προς τη περιγραφή των όρων:
  • Όλες οι ελληνικές πόλεις της Ασίας θα 'ζουν με τους κανόνες τους' ή 'θα είναι αυτόνομες' (σύμφωνα με τη μετάφραση).
  • Οι Πέρσες σατράπες (και οι στρατοί τους) δεν θα ταξίδευαν δυτικά του Άλυ (Ιστοκράτης) ή κοντά σε μια μέρας ταξίδι με άλογα στο Αιγαίο Πέλαγος (Καλλισθένης) ή κοντά σε τριήμερο ταξίδι με τα πόδια στο Αιγαίο Πέλαγος (Έφορος και Διόδωρος)
  • Κανένα περσικό πολεμικό πλοίο δεν θα έπλευε δυτικά της Φασηλίδας (στη νότια ακτή της Μικράς Ασίας), ή δυτικά των Κυανάενων Βράχων (πιθανώς ανατολικά του Βόσπρου, ή βόρια)
  • Αν οι όροι τηρηθούν από τον βασιλιά και τους στρατηγούς, τότε οι Αθηναίοι δεν θα στέλνουν στρατό στις περιοχές υπό περσική κατοχή.


ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ

Προς το τέλος των συγκρούσεων με τη Περσία, η διαδικασία με την οποία η Δηλιακή Συμμαχία έγινε Αθηναϊκή Αυτοκρατορία έφθασε στο τέλος της. Οι σύμμαχοι της Αθήνας δεν απαλλάχθηκαν από τις υποχρεώσεις τους στη παροχή χρημάτων ή πλοίων, παρά τη παύση των εχθροπραξιών. Στην Ελλάδα, ο Πρώτος Πελοποννησιακός Πόλεμος μεταξύ των δυνάμεων-συνασπιστών της Αθήνας και της Σπάρτης, ο οποίος συνεχίστηκε από το 460 π.Χ, τελικά έληξε το 445 π.Χ, με την ανακωχή τριάντα ετών. Ωστόσο, η αυξανόμενη εχθρότητα μεταξύ της Σπάρτης και της Αθήνας θα οδηγήσει, 14 χρόνια αργότερα, στο ξέσπασμα του Δεύτερου Πελοποννησιακού Πολέμου. Αυτή η καταστροφική σύγκρουση, η οποία δίηρκησε για 27 χρόνια, και θα έχει ως αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή της αθηναϊκής δύναμης, το διαμελισμό της Αθηναϊκής Αυτοκρατορίας, και τη δημιουργία της σπαρτιατικής ηγεμονίας σε όλη την Ελλάδα. Ωστόσο, δεν είναι μόνο η Αθήνα που υπέστησε μεγάλες απώλειες - ο πόλεμος αποδυνάμωσε όλη την Ελλάδα.
Επανειλλημένα νικημένοι στις μάχες από τους Έλληνες, και εξαντλημένοι από τις εσωτερικές διαμάχες οι οποίες τους εμπόδιζαν να πολεμούν επιτυχώς τους Έλληνες, μετά το 450 π.Χ ο Αρταξέρξης και οι διάδοχοι του διατύπωσαν τη πολιτική του διαίρει-και-βασίλευε. Αποφεύγοντας να πολεμήσουν τους ίδιους τους Έλληνες, οι Πέρσες αντί να προσπαθούσαν να πείσουν τους Αθηναίους να πολεμήσουν τους Σπαρτιάτες, τακτικά δωροδοκούσαν τους πολιτικούς να πετύχουν τους στόχους τους. Με αυτό τον τρόπο, εξασφαλίστηκε ότι οι Έλληνες θα συνέχιζαν τους εμφύλιους πολέμους, και θα ήταν ανίκανοι να γυρίσουν τη προσοχή τους στη Περσία. Μέχρι το 396 π.Χ δεν υπήρχαν ανοικτές συγκρούσεις μεταξύ των Ελλήνων και της Περσίας, όταν ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Αγησίλαος σε σύντομο χρονικό διάστημα εκστράτευσε στη Μικρά Ασία - όπως επισήμανε ο Πλούταρχος, οι Έλληνες ήταν πάρα πολύ απασχολημένοι με την επίβλεψη της καταστροφής της ίδιας τους της δύναμης για να πολεμήσουν κατά των «βάρβαρων».
Αν οι πολέμοι της Δηλιακής Συμμαχίας μετατόπισαν την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Ελλάδας και Περσίας στο μέρος των Ελλήνων, τότε οι πολέμοι του επόμενου μισού του αιώνα έκαναν πολλά για να αποκατασταθεί η ισορροπία δυνάμεων στη Περσία. Οι Πέρσες συμμετείχαν στον Πελοποννησιακό Πόλεμο από το 411 π.Χ, ως σύμμαχος της Σπάρτης, και πολέμησαν απέναντι στον αθηναϊκό στόλο για να ενισχύσουν τον περσικό έλεγχο στην Ιωνία. Το 404 π.Χ, όταν ο Κύρος ο Νεότεροςπροσπάθησε να λάβει τον περσικό θρόνο, προσέλαβε 13.000 Έλληνες μισθοφόρους από όλο τον ελληνικό κόσμο, συμπεριλαμβανομένου 700-800 Σπαρτιατών, πιστεύοντας ότι ακολουθούσαν τους όρους της ειρήνης και αγνόησε τον πραγματικό στόχο του στρατού. Μετά την αποτυχία του Κύρου, η Περσία προσπάθησε να ξαναλάβει τον έλεγχο της Ιωνίας, οι οποίες επαναστάτησαν κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων. Οι Ίωνες αρνήθηκαν να παραδοθούν και ζήτησαν τη βοήθεια της Σπάρτης, την οποία έλαβαν, το 396-395 π.Χ. Η Αθήνα, ωστόσο, πήρε το μέρος των Περσών, κάτι που οδήγησε σε άλλη μια μεγάλη σύγκρουση στην Ελλάδα, τον Κορινθιακό Πόλεμο. Το 387 π.Χ, υπό την γνωστή Ειρήνη του Βασιλέως, η οποία έφερε τέλος στον πόλεμο, ο Αρταξέρξης Β' απαίτησε και έλαβε την επιστροφή των πόλεων της Μικράς Ασίας από τους Σπαρτιάτες, σε αντάλλαγμα η Περσία απείλησε με πόλεμο τις ελληνικές πόλεις που δεν έκαναν ειρήνη. Με αυτή την ταπεινωτική συνθήκη, η οποία ανέτρεψε όλα τα ελληνικά κέρδη του προηγούμενου αιώνα, θυσιάστηκαν οι Έλληνες της Μικράς Ασίας ώστε οι Σπαρτιάτες να μπορέσουν να διατηρήσουν την ηγεμονία τους στην Ελλάδα. Μετά την υπογραφή αυτής της συνθήκης οι Έλληνες ρήτορες άρχισαν να παραπέμπουν στην Ειρήνη του Καλλία (είτε φανταστικά είτε όχι), ως αντίστιξη για τη ντροπή της Ειρήνης του Βασιλέως, ως ένα λαμπρό παράδειγμα των «καλών παλιών ημερών» όταν οι Έλληνες του Αιγαίου απελευθερώθηκαν από τη περσική κατοχή από τη Δηλιακή Συμμαχία. Η τελική σύγκρουση μεταξύ του Ελληνικού κόσμου και της Αχαιμενιδικής Περσίας ξεκίνησε 53 χρόνια αργότερα, όταν ο στρατός του Μέγα Αλέξανδρου διέσχισε την Ασία, με αποτέλεσμα τη καταστροφή της Περσέπολης και του τέλους της Περσικής Αυτοκρατορίας.

























ShareThis